- ἀντικρούονται
- ἀντικρούωstrikepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος Αμπελακιώτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός, εφημέριος της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης. Το 1814 δημοσίευσε τη μετάφραση κειμένου του Λουδοβίκου Σωτήρα με τίτλο Ιστορικοκρητική απολογία του Γένους,στην οποία αντικρούονται εκείνοι που υποστήριζαν ότι οι… … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
Λακάτος, Ίμρε — (Imre Lakatos, Ντεμπρέσεν 1922 – Λονδίνο 1974). Ούγγρος φιλόσοφος των μαθηματικών και της επιστήμης, εβραϊκής καταγωγής. Μετά τις σπουδές του πραγματοποίησε έρευνα υπό την επίβλεψη του μαρξιστή και εγελιανού στοχαστή Γκεόργκι Λούκατς. Το 1948… … Dictionary of Greek